χονδρότητα

χονδρότητα
η, Ν
η ιδιότητα ή η κατάσταση τού χοντρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χονδρός. Η λ., στον λόγιο τ. χονδρότης, μαρτυρείται από το 1874 στον Ιγν. Μοσχάκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χονδρός — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”